χαρτατικόν

χαρτατικόν
τὸ, Μ
βλ. χαρτιατικόν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χαρτιατικόν — και χαρτατικόν, τὸ, Μ 1. φόρος τού χαρτιού 2. πληρωμή για την έκδοση δημόσιου εγγράφου ή για τον μισθό υπαλλήλου 3. στον πληθ. τὰ χαρτιατικά και χαρτατικά χρήματα για χαρτί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. chartiaticum (< χάρτης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”